- αντεκκλεπτω
- ἀντεκκλέπτωἀντ-εκκλέπτωв свою очередь красть
(νεανίαι κλέπτουσι …, κἆθ΄ οἱ ἀντεξέκλεψαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νεανίαι κλέπτουσι …, κἆθ΄ οἱ ἀντεξέκλεψαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντεκκλέπτω — ἀντεκκλέπτω (Α) κλέβω και εγώ για εκδίκηση … Dictionary of Greek
ἀντεξέκλεψαν — ἀντεκκλέπτω steal away in return aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
ἀντἐξέκλεψαν — ἀντεξέκλεψαν , ἀντεκκλέπτω steal away in return aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)